ἀφορολόγητα

ἀφορολόγητα
ἀφορολόγητος
not subjected to tribute
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαμετακομίζω — 1. μεταφέρω από έναν τόπο στον άλλο διά μέσου τρίτου τόπου 2. μεταφέρω από τελωνειακή αποθήκη σε άλλη αποθήκη ή σε άλλο τελωνείο ή σε άλλη χώρα αφορολόγητα εμπορεύματα …   Dictionary of Greek

  • Καμπέ, Ετιέν — (Étienne Cabet, Ντιζόν 1788 – Μισούρι, ΗΠΑ 1856). Γάλλος συγγραφέας και εκδότης, υπέρμαχος της σοσιαλιστικής μεταρρύθμισης. Σπούδασε νομικά στο Παρίσι και αρχικά άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Αργότερα προσχώρησε στο φιλελεύθερο κόμμα και… …   Dictionary of Greek

  • αφορολόγητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε φορολογήθηκε: Φέτος το εισόδημά μου ήταν μικρό και έμεινε αφορολόγητο. 2. αυτός που δεν είναι υποχρεωμένος να πληρώσει φόρο, ατελής: Ορισμένα είδη εισάγονται στη χώρα μας αφορολόγητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”